- κουδουνάτος
- -η, -ο1. αυτός που έχει κουδούνια.2. ο μεταμφιεσμένος, μασκαράς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουδουνάτος — η, ο [κουδούνι] 1. αυτός που έχει κρεμασμένα πάνω του κουδούνια 2. μεταμφιεσμένος, μασκαράς … Dictionary of Greek
τζαμάλι — το, Ν μεταμφιεσμένος που έχει κουδούνια, ο κουδουνάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. τ., πιθ. αραβικής προελεύσεως (πρβλ. τζαμάλα, η), «αποκριάτικη φωτιά» στη διάλεκτο τών Ιωαννίνων)] … Dictionary of Greek